- μηλοφάγος
- (I)-ο (Μ μηλοφάγος, -ον)1. αυτός που τρώει μήλα2. συνεκδ. ο κήπος και γενικά ο τόπος που παράγει μήλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. β' τού ἐσθίω), πρβλ. τυρο-φάγος].————————(II)-ο (Α μηλοφάγος, -ον)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο μηλοφάγοςζωολ. γένος δίπτερων εντόμων που περιλαμβάνει ένα μόνο είδος, το οποίο ζει παρασιτικά σε διάφορα ζώα, ιδίως στα πρόβατααρχ.αυτός που τρώγει πρόβατα, πρόβειο κρέας2. φρ. «μηλοφάγος ἑορτή» — το Πάσχα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. β' τού ἐσθίω)].
Dictionary of Greek. 2013.